top of page

Κερκυραϊκό Λεξικό ωρέ μάτια...

 

"Αλιμάγκου τσί μπατούδες φόρσι καί γίνει κανένα ρεμπόμπο καί πάμε όλοι απούφου"

 

Επί τέλους ,βοηθήστε στά σπρωξίματα ( σπρώχτε όλοι) ίσως καί γίνει κανένα αποτέλεσμα ( τελειώσει η δουλειά) καί φύγουμε όλοι.

 

 

- Α -

Αγγελοκρούζω=Φοβίζω

Ακατόπι=Αργότερα, Μεταγενέστερα

Άκλερος=Κακομοίρης

Ακλουθάω=Ακολουθώ

Αλάκερος=Ολόκληρος

Αλικουρνίζομαι=Ανακατεύομαι

Αλιμάνκου=Τουλάχιστον

Αμολέρνω (=Απολέρνω)=Ελευθερώνω, Χαλαρώνω

Αμπωσιά=Σπρωξιά

Αναρίτσιο=Ανατριχίλα

Απίκουπα=Ανάποδα

Αποκορομένος=Αποκοιμισμένος

Άστα=Σηκώσου

Ατζαρδόζος=Θρασύς, Επιτήδειος

 

- Β -

Βαντάκα=Δέμα τυλιγμένο σε ύφασμα

Βαριόμαι=Πλήττω

Βατσέλα=Λεκάνη

Βεργέτα=Σκουλαρίκι

Βέστα=Γυναικείο φόρεμα

Βήσαλο=Θράυσμα από κεραμίδι

Βίτσα=Βέργα

Βιάτζο=Διαδρομή

Βουρλίζομαι=Τρελαίνομαι

Βουρδούλισμα=Ανάρμοστη πράξη

Βουτούμι=Έλος

 

- Γ -

Γαλούφος=Κόλακας

Γδόνω=Επιμηκύνω

Γιακέτα=Ανδρικό σακάκι

Γκαρίζω=Ογκανίζω , Μεταφ, σε άτομα κραυγάζω

Γλέπω=Βλέπω

Γκόγκλα=Στροφή

Γκρούζω=Γουργουρίζω

Γοδαμέντο=Διασκέδαση

Γοδέμπελος=Πρόσχαρος

Γράβαλος=Τσουγκράνα

Γρατζαούλια=Ακανόνιστη γραφή

γκρίντα ,η=η γκρίνια

 

- Δ -

Διπλάρα=Η θήλυ που γεννά δίδυμα

Δουράω=διατηρούμαι

Δείλια=Εξάντληση από κούραση, πείνα

Δεστεμέλι=Ζώνη

Δεσπέτο=Πείσμα

Διάφορο=Κέρδος

Διάσκατζος=Διάβολος

Δροσιά=Στάχτη ξύλων

 

- Ε -

Έγκαψη=Διακαής πόθος, επιθυμία

Έγνοια=Μέριμνα

Επιδεξέβομαι=Έχω την απαιτούμενη ικανότητα

Eυκέλιο=Ευχέλεον

Εφταπαντιέρης=Ασταθής (Ιδιαίτερα στα πολιτικά φρονήματα)

Έχας=Για ιδιοκτησία, για διαρκεια

 

- Ζ -

Ζάμπα=Φρύνος

Ζόρκος=Γυμνός, μεταφ.=Φτωχός

Ζοφός=Ατροφικός, Καχεκτικός

Ζυάζω=Ζυγίζω

Ζυμαρώνω=Δωροδοκώ

 

- Η -

Ηλιοκαμπίδα=Ηλιοφώτιστο μέρος

Ημεροζωή=Ήσυχη ζωή

 

- Θ -

Θαμπομάρα=Αμβλυωπία (θάμβος)

Θανατίτας=Θανατηφόρα ασθένεια (κυρίως για ζώα)

Θιάμα=Θαύμα

Θιαμάσμα=Θαυμασμός

Θίναλο=Αμμουδιά, παραθαλάσσιος χώρος

Θολίθρι=Θολός, Ορίζοντας με υγρασία

Θράψη=Καταστροφή

Θράκουνο=Αναμμένο κάρβουνο

Θρονιάζομαι=Καλοκάθομαι

Θυμητικό=Μνήμη

 

- Ι -

Ινιοραντιά=Συμπεριφορά επιδεικτηκού

Ινμπάντο=Εγκατάληψη

Ινπούμπλικο=Φανερά, Απροκάλυπτα

Ινπούντο=Ακριβώς

Ιντερέσο=Κέρδος, Ενδιαφέρον

Ινκάντο=Δημοπρασία

Ιντιέρος=Ολόκληρος, Ακέραιος

Ιπιπί=Επιφώνημα αηδίας

Ισκιόνομαι=Προσβάλομαι από τον «ίσκιο» (κακό πνεύμα)

Ισκνός=Λεπτός, Άπαχος

 

- Κ -

Καδίνα=Αλυσίδα ( και Χρυσό κόσμημα)

καδινάτσος,ο: σύρτης της πόρτας

Κάδρο=Τετράγωνο πλέσιο φωτογραφίας

Καένας=Κανένας

Κάζο=Συμβάν

Κάθαρος=Εργασία αποψύλωσης εδάφους

Κάκα=Περιπτώματα

Καλού - Κακού=Για κάθε ενδεχόμενο

Καμπούλα=Ομίχλη

Καναλέτο=Αποχετευτικός αγωγός

Κανιζέλα=Φωταγωγός

Καποντεφιόρι=Κουνουπίδι

Κάρλακας=Βάτραχος

Καψίωνω=Ζεστένομαι υπερβολικά

Κογιάντσα=το κόψιμο

Κογιονάρω=Εμπαίζω κάποιον

Κοντάρω=Διηγούμαι

Κοντροστάρω=Αμφισβητώ, Εναντιώνομαι

Κουμάντο=Διοίκηση, Πρωτοβουλία

Κουμέσος=Εντολοδόχος

 

- Λ -

Λαμπάντε=Διαυγής, Αθώος

Λαμπόρδα=Επιδεικτική γυναίκα

Λατόνι=Δοχείο νερού ή κρασιού

Λέχασμα=Λαχάνιασμα

Λιγγιό=Λόξυγκας

Λίμπα=Τα έσπασε

Λινιά=Χοντρός σπάγγος

Λίσα=Στενομακρο και χαμηλό τετράτροχο κάρο

Λογοδίνω=Υπόσχομαι γάμο

Λουμάκι=Νεαρός βλάστος δέντρου

 

- Μ -

Μαϊκό=Μαγικό

Μαϊνάδος=Κατευνασμένος

Μακαροντσίνι=Κοφτό μακαρονάκι

Μαρκάς=Αγορά

Μαρτίνα=Θυληκό πρόβατο

Μεντάρω=Επιδιορθώνω

Μίνα=Υπόγεια σύραγγα

Μόμολα=Πίθηκος

Μορόζος=Εραστής (συνήθως παράνομου δεσμού)

Μόστακας=Ακρίδα

Μοστρα=Προθήκη καταστήματος

Μπαρλάκος=Ανήσυχος, άτακτος

Μπαρτζολέτα=Αστείο, Φάρσα, Αστεϊσμός

Μπατιδούρο=το χτυπητήρι της πόρτας, το ρόπτρο

Μπομπαπιάτσας=Πομπώδης, Καυχησιάρης, Επιδεικτικός

 

- Ν -

Νιάκα=Ούτε

Νιοράντες=Φιγουρατζής, επιδεικτικός

Νόννα=Γιαγιά

Νταλαβέρι=Συναλλαγή

Ντεφετάδος=Ασθενικός, ελλατωματικός

Ντρυμώνω=Κρύβω

Νόντολος=Νεωκόρος

Ντυμασιά=Ενδυμασία

 

- Ξ -

Ξαφόρμιση=Δικαιολογία

Ξεβδέλωμα=Ξεχαρβλαλωμα

Ξεματώνω=Αιμάτωνω

Ξεποχτίζω=Χάνω ότι είχα αποκτήσει

Ξεροσφύρι=Κρασί χωρίς μεζέ

Ξυλοπάντουρο=Ξύλινος μεσότοιχος

 

- Ο -

Ογρός=Μουσκεμένος

Ούλτιμο=Έσχατο σημείο, τελευταία στιγμή

Ουμπία=Πρόληψη

Όχτρητα=Έχθρα

Οχτωβρίνι=Χρυσάνθεμο

 

- Π -

Παπανός=Πράος, Ταπεινός, Σιγομίλητος

Παράφορμος=Ιδιότροπος, Γκρινιάρης

Παρτσινέβελος=ο αφέντης, ο άντρας του σπιτιού 

Πασέγκιο=Περίπατος, Άσκοπο περπάτημα

Παστρόκιο=Δόλιο ανακάτεμα, κόλπο

Πάτι=Εγγύηση

Πατσάδι=Κατάξερο

Πατσίμιο=Πειραχτήρι, Άταχτο αγόρι

Πείλιο=Περισσότερο

Πεντάμι=Ολάνοιχτα

Περσέμολο=Μαϊντανός

Πιαζέβελος=Εύχρηστος

Πιδόκα=Ψείρα

Πίρολα=Χάπι κυρίως δηλητηριώδες

Ποντίγιο=το πείσμα

Πλαντρώνα=Γυναίκα μεγαλόσωμη και Ενεργητική, μεταφ,=Οκνηρή

Πόλβερη=Πούδρα, Μπαρούτι

Πολπέτα=Κεφτές

Πορτόνι=Η εξωτερική-κεντρική πόρτα του κτιρίου 

Ποστίτσιος=Ψέυτικος, Προσωρινός

Πρεμούρα=Βιασύνη, Εξαναγκασμός

Πρεσαπόκο=Περίπου

 

- Ρ -

Ράμα=Κλωστή

Ρεμεσιέρης=Επιπλοποιός

Ριγανέλο=Λεπτό σχοινί

Ρουβινάτσα=Μπάζα

Ρούγα=Αυλή

Ρούμπος=Μεγάλη μπουκιά

Ρούτσι=Ιδιοτροπία, Ισχυρογνωμοσύνη.

 

- Σ -

Σγόρνα=Υδροροή

Σείντα=Όταν, Σαν

Σέστο=Νοικοκύρεμα

Σιμπουίρω=Διαλύω, Αποσυνθέτω

σκαλινάδα=φαρδιά και μεγάλη σκάλα δημόσιου χώρου 

Σκάνιο=Καρέκλα

Σκάρσο=Ελλιποβαρές

Σκατζιά=Ράφι

Σκιαζούρι=Σκιάχτρο

Σκουράτζος=Ρέγγα αλίπαστη

Σμπαρλάδος=Ανισόρροπος

Σοσπέτο=Υπόνοια

Σπαβέντο=Φόβος

Σπιτσερικά=Μπαχαρικά

Σταγκωτής=Κασσιτερωτής, Γανωτής

Στεναριτσιό=Πείσμα, Ισχυρογνωμοσύνη, Δυστροπία

Στιβάλι=Μπότα

Συνέριο=Ρίγος

Σφάλι=Πώμα

Σφατσέλο=Ατύχημα, Καταστροφή

 

- Τ -

Ταβουλομέσαλο / Τοβάλια=Τραπεζομάντιλο

Ταμίζο=Κόσκινο οικοδομών

Τάταλο=Χουρμάς

Τετερίζω=Θροώ

Τζίτζιρας=Τζίτζικας

Τουβαέλι=Πετσέτα φαγητού

Τούρη=Πύργος, Στενό και ψηλό σπίτι

Τραγκέτο=Διάπλους

Τράφιγο=Εμπόριο

Τριτσάνα=Τριήμερος πυρετός

Τσαντσαμίνι=Γιασεμί

Τσαπόνι=Κασμάς

Τσαφαλιά=Ζημιά

Τσέτο=Δώρο

Τσιμπίμπο=Αποξηραμένη άσπρη σταφίδα

 

- Υ -

Ύστερο=Τελευταίο

 

- Φ -

φανέστρα,η=τό παράθυρο

Φελάω=Αξίζω, έχω προσόντα

Φερτσάδα=Μάλλινη κουβέρτα

Φλέστρης=Άχυρο

Φόσα=Τάφρος

Φουμάδα=Έξαψη

 

- Χ -

Χάπατο=Ανόητος

Χεζούρης=Δειλός

Χερκό=Έναρξη εργασίας

Χλόμπαρης=Ζαβολιάρης

Χόλεμα=Θυμός

 

- Ψ -

Ψένω=Ψήνω

Ψυχρώνομαι=Συναχώνομαι

 

- Ω -

Ωγνίστρα=Τζάκι

bottom of page